Το απόφθεγμα της ημέρας
"Με τις σκέψεις σου μπορείς να έχεις την ίδια σχέση που έχει μια οθόνη με τις εικόνες που εμφανίζονται μέσα της. Αν και η οθόνη είναι σχεδόν ένα με τις εικόνες, παραμένει πάντα ανεξάρτητη."
~Ρούπερτ Σπάιρα

Διαλογισμός και χριστιανισμός: συμβατά ή ασύμβατα;

Αρχικά, πρέπει να απαντήσουμε στο εξής ερώτημα: ποιος είναι ο σκοπός του διαλογισμού και ποιος είναι ο σκοπός του χριστιανισμού;

Ο σκοπός του διαλογισμού είναι η ανάπτυξη της αυτοπαρατήρησης και η βίωση της πραγματικής φύσης του Εαυτού, πέρα από την αίσθηση του ατόμου. Ο σκοπός του χριστιανισμού είναι η θέωση του ανθρώπου, δηλαδή η ένωσή του με τον Θεό.

Στο διαλογισμό συμβαίνει το εξής φαινόμενο: όταν κάποιος παρατηρεί τις εμπειρίες του (σκέψεις, αισθήσεις και συναισθήματα) βιώνει τον εαυτό του με διαφορετικό τρόπο απ' ό,τι τον βιώνει συνήθως. Τον νιώθει περισσότερο ως παρουσία, παρά ως άτομο που αναμιγνύεται και παρασύρεται από σκέψεις, αισθήσεις και συναισθήματα. Αυτός ο Εαυτός δεν έχει αντικειμενικά -και άρα παρατηρούμενα- χαρακτηριστικά: δομή, σχήμα, μέγεθος, όρια, ένταση, περιεχόμενο, κ.τ.λ. Ο Εαυτός είναι πάντα αυτό που γνωρίζει την ύπαρξη όλων των παρατηρούμενων, χωρίς ποτέ ο ίδιος να είναι παρατηρούμενος. 

Γι' αυτό το ζητούμενο στο διαλογισμό δεν είναι να βρούμε τον Εαυτό, αλλά να παραμένουμε στη θέση του παρατηρητή ως παρουσία. Ταυτόχρονα, αυτή η διαδικασία είναι μια διαδικασία αφαίρεσης (ο Πλωτίνος έλεγε "άφελε πάντα", δηλαδή "αφαίρεσέ τα όλα") που λειτουργεί ως κάθαρση του Εαυτού, αφού ξεκολλάνε από πάνω του ταυτότητες, ρόλοι, χαρακτηρισμοί, ταμπέλες και άλλα προσκολλημένα αντικείμενα (με την έννοια των παρατηρούμενων).

Ο Εαυτός, την ύπαρξη του οποίου δεν βιώνει κανείς ως κάτι διαφορετικό, αλλά απλώς ως την πιο απλή υπαρξιακή κατάσταση, είναι έξω από το χώρο, το χρόνο, τις σκέψεις, το σώμα και, γενικά, τον κόσμο των μορφών. Στην πραγματικότητα δεν είναι έξω, αλλά συμβαίνει το αντίθετο: ο κόσμος των μορφών εμφανίζεται μέσα του γι' αυτό και οι μορφές αναγνωρίζονται ως παρατηρούμενες. Ο Εαυτός είναι σαν ένας άπειρος χώρος που αποτελείται από την ιδιότητα της γνώσης της ύπαρξης.

Ο Θεός στο χριστιανισμό εμφανίζει τα εξής χαρακτηριστικά: είναι πανταχού παρών, αιώνιος, παντογνώστης, γεμάτος αγάπη, η πηγή των πάντων, η ύπαρξη (ο Ων) κ.τ.λ. Η θέωση είναι η ένωση με την αιώνια και πάντα παρούσα ύπαρξη, απαλλαγμένη από χαρακτηριστικά που την περιορίζουν. Ο Θεός έχει τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά με τον οικουμενικό, μη προσωπικό Εαυτό, που αποκαλείται και επίγνωση, συνειδητότητα, οικουμενική συνείδηση, παρουσία, αγάπη ή ευτυχία (μακαριότητα). Η αγάπη και η ευτυχία προκύπτουν από το γεγονός ότι όταν κάποιος μόνο παρατηρεί, δεν αντιστέκεται στις εμπειρίες του, δεν προσκολλάται σε αυτές και άρα τους επιτρέπει να είναι ακριβώς όπως είναι χωρίς να επιθυμεί να τις αλλάξει. Η αποδοχή μεταφράζεται σε αγάπη και η μη αντίσταση σε ευτυχία.

Στο διαλογισμό δίνεται μεγάλη έμφαση στην παρατήρηση του νου. Όταν παρατηρεί κάποιος τις σκέψεις του, βλέπει ότι η δυστυχία του προέρχεται στο μεγαλύτερο βαθμό από το αναμάσημα του παρελθόντος, την ανησυχία για το μέλλον, τις ερμηνείες και όλα τα παραπροϊόντα της εγωικής αντίληψης: το να τα παίρνουμε όλα προσωπικά, την εκδίκηση, τη σύγκριση, την καχυποψία, κ.τ.λ.

Στο χριστιανισμό δίνεται επίσης μεγάλη σημασία στις σκέψεις (στους "λογισμούς", όπως αναφέρονται) και στα υπόλοιπα προϊόντα του νου. Οι λογισμοί αυτοί μπορεί να προέρχονται από το άτομο, τον Θεό ή τον διάβολο. Ο διάβολος στο χριστιανισμό συμβολίζει στην πραγματικότητα το εγώ, δηλαδή τον ψευδή εγωικό εαυτό. Και πώς αναγνωρίζουμε πότε οι λογισμοί προέρχονται από τον διάβολο, δηλαδή το εγώ; Όταν νιώθουμε ταραχή, φόβο και άλλα παρόμοια συναισθήματα. 

Η λέξη "διάβολος" ετυμολογικά προέρχεται από το διαβάλλω, που εκτός από συκοφαντώ και κακολογώ, σημαίνει και διαχωρίζω, διαιρώ (βάλλω, δηλαδή τοποθετώ ή δημιουργώ κάτι, σε δύο κομμάτια). Στο διαλογισμό, αυτός ο διαχωρισμός συμβαίνει με την εμφάνιση του ψευδούς εγωικού εαυτού, ο οποίος ύπουλα παρουσιάζεται ως ο πραγματικός Εαυτός. Και ως συνέπεια οι άνθρωποι ζουν όλη τους τη ζωή αγνοώντας ότι ο εαυτός τους δεν είναι αυτό το κατασκεύασμα που αποτελείται από σκέψεις, ρόλους, ταυτότητες, προσκολλήσεις, επιθυμίες, φόβους, κ.τ.λ. Γι' αυτό ο κόσμος είναι γεμάτος από εγωικά συμπτώματα, από το άγχος και τα ψυχοσωματικά, μέχρι τους πολέμους και τις γενοκτονίες.

Ο διαλογισμός δεν είναι μια εγωική πρακτική. Ο σκοπός είναι η υπέρβαση του ψευδούς εγωικού εαυτού και η βίωση του οικουμενικού Εαυτού (η λέξη Εαυτός αντί για Θεός, έχει να κάνει με το άμεσο βίωμα, αυτό που γνωρίζουμε βιωματικά μέσα από την άμεση παρατήρηση. Η λέξη Θεός είναι πιο εύκολο να παρερμηνευτεί και να την ταυτίσουμε με ένα ξεχωριστό ον. Ετυμολογικά όμως, και η λέξη Θεός προέρχεται από το θεώμαι, που σημαίνει παρατηρώ, αντιλαμβάνομαι ή βλέπω, εξού και το θέα, θεατής, θέατρο, αυτός εθεάθη, κ.τ.λ). Την ώρα του διαλογισμού είναι πιο εύκολο να βιώσει κάποιος αυτή την κατάσταση, αλλά μετά πρέπει να τη μεταφέρει στην καθημερινότητά του, στις κοινωνικές του συναναστροφές, στην εργασία του και όπου αλλού μπορεί. 

Η ουσία της διδασκαλίας του χριστιανισμού δεν διαφέρει ουσιαστικά από το διαλογισμό, αρκεί να μη δούμε το διαλογισμό μόνο ως μια πρακτική άσκηση, αλλά ως ένα μέσο που αλλάζει δραστικά την κατάσταση της συνείδησης: από εγωική τη μετατρέπει σε μη εγωική. Η ουσία του χριστιανισμού, αν τη διαχωρίσουμε από τη θρησκεία που περιλαμβάνει κανόνες, παραδόσεις αλλά και εξουσία, είναι η ίδια: να βοηθήσει τον άνθρωπο να υπερβεί τον ψευδή εγωικό εαυτό του και να γίνει ένα με κάτι απείρως πιο ευρύ.

Νίκος Μπάτρας
Διαχειριστής www.aytepignosi.com

Διαβάστε επίσης: