Την Jane Goodall τη θυμάμαι από τα εφηβικά μου χρόνια, στα μέσα της δεκαετίας του '90, τότε που αποφάσιζα σιγά σιγά ότι θα σπουδάσω Βιολογία. Την είχα σαν πρότυπο επιστήμονα γιατί ήταν συνεχώς στη φύση, στο πεδίο, και παρατηρούσε τους χιμπατζήδες πώς ζουν και πώς λειτουργούν σε ομάδες. Απεβίωσε προχθές, 1 Οκτωβρίου, στα 91 της χρόνια.
Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το βιβλίο της «Reason for Hope: A Spiritual Journey», όπου περιγράφει μια πνευματική εμπειρία που είχε.
«Χαμένη μέσα στον θαυμασμό για την ομορφιά γύρω μου, πρέπει να βυθίστηκα σε μια κατάσταση έντονης επίγνωσης. Είναι δύσκολο –στην πραγματικότητα αδύνατο– να βάλω σε λόγια τη στιγμή της αλήθειας που ξαφνικά με κατέλαβε τότε. Ακόμα και οι μυστικιστές αδυνατούν να περιγράψουν τις σύντομες εκλάμψεις πνευματικής έκστασης που βιώνουν. Μου φάνηκε, καθώς αργότερα προσπαθούσα να ανακαλέσω την εμπειρία, ότι το “εγώ” είχε εξαφανιστεί τελείως: εγώ και οι χιμπαντζήδες, η γη, τα δέντρα και ο αέρας, μοιάζαμε να συγχωνεύομαστε, να γινόμαστε ένα με τη ζωτική πνευματική δύναμη της ίδιας της ζωής.
Ο αέρας ήταν γεμάτος με μια φτερωτή συμφωνία, τον εσπερινό ύμνο των πουλιών. Άκουγα νέες συχνότητες στη μουσική τους, αλλά και στις φωνές των εντόμων που τραγουδούσαν – νότες τόσο ψηλές και γλυκές, που με κατέπληξαν. Ποτέ δεν είχα συνειδητοποιήσει τόσο έντονα το σχήμα, το χρώμα του κάθε φύλλου, τα ποικίλα σχέδια των νευρώσεων που έκαναν το καθένα μοναδικό. Οι μυρωδιές ήταν κι αυτές καθαρές, εύκολα αναγνωρίσιμες: το ζυμωμένο, παραγινωμένο φρούτο· η γη που είχε ποτιστεί με νερό· ο κρύος, υγρός φλοιός· η νωπή μυρωδιά από το τρίχωμα των χιμπαντζήδων – και ναι, και η δική μου επίσης. Και το αρωματικό άγγιγμα από τα τριμμένα νεαρά φύλλα ήταν σχεδόν κατακλυσμιαίο.
Εκείνο το απόγευμα, ήταν σαν ένα αόρατο χέρι να είχε τραβήξει μια κουρτίνα και, για μια ελάχιστη στιγμή, να είχα δει μέσα από ένα τέτοιο παράθυρο. Μέσα σε μια αστραπή “εξ-όρασης” γνώρισα την αχρονία και μια ήσυχη έκσταση, ένιωσα μια αλήθεια της οποίας η συμβατική επιστήμη είναι απλώς ένα μικρό κλάσμα. Και ήξερα πως αυτή η αποκάλυψη θα έμενε μαζί μου για το υπόλοιπο της ζωής μου, ατελώς απομνημονευμένη αλλά πάντα παρούσα. Μια πηγή δύναμης από την οποία θα μπορούσα να αντλώ όταν η ζωή έμοιαζε σκληρή, ή άσπλαχνη, ή απελπιστική.»